φωσφορώδης

φωσφορώδης
-ες, Ν
1. φωσφορούχος
2. φρ. α) «φωσφορώδες οξύ»
χημ. ανόργανη χημική ένωση, οξυγονούχο οξύ τού φωσφόρου, που, ορθότερα, ονομάζεται ορθοφωσφορώδες οξύ
β) «φωσφωρώδη άλατα»
χημ. τα άλατα τού φωσφορώδους οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον θ. Ηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • φωσφορούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν χημ. 1. αυτός που περιέχει φωσφόρο, φωσφορώδης («φωσφορούχο υδρογόνο») 2. χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων τού φωσφόρου με τα διάφορα μέταλλα, ενώσεων που είναι γνωστές και ως φωσφίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος + ούχος* (<… …   Dictionary of Greek

  • διαιθυλεστέρες — Εστέρες οργανικών και ανόργανων πολυδύναμων οξέων, όπου δύο όξινα υδροξύλια έχουν αποκατασταθεί από αιθύλιο (C2H5 ). Είναι ενώσεις με διάφορες χρήσεις στην αρωματοποιία, στην οργανική σύνθεση κ.α. ανθρακικός (CH3CH2)2CO3. Εστέρας του ανθρακικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”