- φωσφορώδης
- -ες, Ν1. φωσφορούχος2. φρ. α) «φωσφορώδες οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση, οξυγονούχο οξύ τού φωσφόρου, που, ορθότερα, ονομάζεται ορθοφωσφορώδες οξύβ) «φωσφωρώδη άλατα»χημ. τα άλατα τού φωσφορώδους οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον θ. Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.